Γενικά περί Στοματικών Διαλυμάτων και Χειρουργικής του Περιοδοντίου

09-07-18
Photo for Γενικά περί Στοματικών Διαλυμάτων και Χειρουργικής του Περιοδοντίου

Η μικροβιακή επιμόλυνση και λοίμωξη της μετεγχειρητικής περιοχής έχει αποδειχθεί ότι λειτουργεί ανασταλτικά στην επούλωση των περιοδοντικών ιστών. H ελαχιστοποίηση της ποσότητας της εμμένουσας οδοντικής μικροβιακής πλάκας (ΟΜΠ) στην μετεγχειρητική περιοχή οδηγεί σε ταχύτερη και χωρίς επιπλοκές επούλωση, συγκριτικά με την ύπαρξη εκτεταμένων εναποθέσεων αυτής. Είναι πλήρως αποδεκτό ότι η απομάκρυνση του τοπικού παράγοντα κατέχει σημαντικό ρόλο στην πρώιμη φάση της επούλωσης των περιοδοντικών ιστών. Μάλιστα, το πρώτο Eυρωπαϊκό Workshop περιοδοντολογίας (Hνωμένο Βασίλειο, 1994) κατέληξε στο ὀτι ο αυστηρός μετεγχειρητικός έλεγχος της ΟΜΠ αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για την επιτυχή έκβαση της χειρουργικής του περιοδοντίου. Παράλληλα, έχει δειχθεί ότι η διενέργεια χειρουργικής σε περιοδοντικούς ιστούς με έντονο τοπικό παράγοντα και φλεγμονή, όχι μόνο δεν επιφέρει ουσιαστικό αποτέλεσμα στην προσπάθεια επαναφοράς της περιοδοντικής υγείας, αλλά, αντίθετα οδηγεί σε επιδείνωση της κατάστασης.

Η ατομική αποτελεσματική μηχανική απομάκρυνση της ΟΜΠ σε καθημερινή βάση, με την χρήση οδοντόβουρτας και μεσοδόντιων βουρτσών ή οδοντικού νήματος έχει αποδειχθεί από πολλές μελέτες, ότι αποτελεί το μοναδικό μέσο για τη διατήρηση της περιοδοντικής και οδοντικής υγείας μακροχρόνια. Ωστόσο, η μηχανική απομάκρυνση του τοπικού παράγοντα στην άμεση μετεγχειρητική περίοδο (πρώτες 7-10 ημέρες) είναι σχεδόν μη εφικτή, λόγω της ευαισθησίας και του πόνου, που εκλύεται από την χειρουργηθείσα περιοχή. Ακόμη και η χρήση πολύ μαλακών οδοντοβουρτσών, ειδικά σχεδιασμένων για την πρώιμη μετεγχειρητική περίοδο, δεν είναι καλώς ανεκτή από τους ασθενείς και μάλιστα κάποιες φορές αντενδείκνυται, κυρίως όταν η χειρουργική του περιοδοντίου αφορά αναπλαστικές τεχνικές και μοσχεύματα μαλακών ιστών. Συνεπώς είναι προφανής ο λόγος για τον οποίο έχουν αναφερθεί πολλά διαφορετικά πρωτόκολλα και μέθοδοι που στοχεύουν στον όσο το δυνατόν καλύτερο μετεγχειρητικό μικροβιακό έλεγχο.

Μια βασική μέθοδος, που εφαρμόζεται στην καθ΄ημέρα κλινική πράξη, ως χημικό μέσο για τον έλεγχο της μετεγχειρητικής ΟΜΠ, είναι η χρήση στοματικών διαλυμάτων. Στο εμπόριο κυκλοφορεί πληθώρα σκευασμάτων με διάφορες ενεργές αντιμικροβιακές ουσίες. Από αυτά, εκείνα που περιέχουν χλωρεξιδίνη, αποτελούν τους πλέον ισχυρούς αντιμικροβιακούς παράγοντες. Η διγλυκονική χλωρεξιδίνη (CHX) είναι μία ισχυρή αντιμικροβιακή ουσία που χημικά ανήκει στην οικογένεια των δι-διγουανιδινών. Τα στοματικά διαλύματα, που περιέχουν CHX σε διάφορες συγκεντρώσεις (0,05- 0,2%), θεωρούνται ως τα πλέον αποτελεσματικά στην μείωση της οδοντικής μικροβιακής πλάκας και της φλεγμονής των ούλων. Αυτό οφείλεται στην ισχυρή αντιμικροβιακή δράση της CHX, η οποία προσβάλλει την βακτηριακή κυτταρική μεμβράνη Gram(+), Gram(-) βακτηρίων, μυκήτων και ιών (HSV1, HSV 2, Influenza A), προκαλώντας διαρροή ή/και καθίζηση των κυτταρικών τους συστατικών. Η CHX διατηρεί την αντιμικροβιακή δράση της περισσότερο από 12 ώρες, λόγω της υπερουλικής προσκόλλησης της στους σκληρούς και μαλακούς ιστούς (supragingival substantivity).

Από την άλλη πλευρά, όπως κάθε αντιμικροβιακή/αντισηπτική ουσία, έτσι και η CHX παρουσιάζει κάποιες ανεπιθύμητες ενέργειες. Η πιο συχνή παρενέργεια από την μακροχρόνια χρήση χλωρεξιδίνης είναι η εμφάνιση φαιάς χρώσης των οδοντικών επιφανειών και της γλώσσας. Επίσης συχνά αναφέρεται αύξηση του ρυθμού σχηματισμού και εναπόθεσης τρυγίας («πέτρα»). Σε περιπτώσεις υπερευαισθησίας αλλά και λανθασμένης χρήσης της χλωρεξιδίνης (αυξημένη ποσότητα ή/ και συχνότητα πλύσεων, παρατεταμένη παραμονή του διαλύματος στο στόμα) μπορεί να παρατηρηθούν αποφλοιωτικές βλάβες των ούλων και των βλεννογόνων, που υποχωρούν μετά την διακοπή του στοματικού διαλύματος. Σπάνια παρουσιάζεται αλλεργική αντίδραση, διόγκωση των παρωτίδων, καθώς και αλλοίωση γεύσης κυρίως στο αλμυρό.

Μια βασική ουσία, που περιέχεται στην πλειοψηφία των σκευασμάτων CHX, είναι η αιθανόλη. Η αιθανόλη έχει ενοχοποιηθεί για ξηρότητα του στοματικού βλεννογόνου, πρόκληση ερεθισμού σε μετεγχειρητικές περιοχές, προβλήματα εθισμού σε χρόνιους αλκοολικούς ασθενείς που έχουν διακόψει την κατανάλωση αλκοόλ, καθώς και κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του στόματος. Αν και σίγουρα δεν έχει αποδειχθεί κάποια αιτιολογική σχέση μεταξύ αλκοολούχων στοματικών διαλυμάτων και καρκίνου του στόματος, κυρίως λόγω της πληθώρας των συγχυτικών παραγόντων, τα σκευάσματα με αιθανόλη παρουσιάζουν κάποια μειονεκτήματα και αρκετές φορές αντενδείκνυται η χορήγησή τους.

Γι αυτό τον λόγο έχουν αναπτυχθεί νέα σκευάσματα χλωρεξιδίνης τα οποία στερούνται αιθανόλης. Το επόμενο ερώτημα που έχει τεθεί, είναι αν αυτά είναι το ίδιο αποτελεσματικά με τα παλαιότερα που περιείχαν αιθυλική αλκοόλη. Έτσι αρκετοί ερευνητές έχουν προσπαθήσει να απαντήσουν σε αυτό το ερώτημα μέσα από κλινικές μελέτες. Στην πλειοψηφία τους οι μελέτες αυτές χρησιμοποιώντας ομάδες περιοδοντικά υγιών ασθενών (ή με ουλίτιδα, η οποία πρώτα θεραπεύτηκε) συγκρίνουν την αποτελεσματικότητα των σκευασμάτων χλωρεξιδίνης με και χωρίς αλκοόλη, αναφορικά με την ικανότητά τους να εμποδίζουν τον σχηματισμό ΟΜΠ και την εγκατάσταση φλεγμονής στα ούλα χωρίς να έχουν καταφέρει, όμως, να βρουν στατιστικά σημαντικές διαφορές.

Η CHX ναι μεν αποτελεί τον χρυσό κανόνα στον χημικό έλεγχο της ΟΜΠ, αλλά ταυτόχρονα εμφανίζει κάποιες παρενέργειες, ενώ παράλληλα υπάρχουν περιπτώσεις που η χορήγησή της αντενδείκνυται. Στην βιβλιογραφία υπάρχουν ελάχιστες μελέτες που έχουν αξιολογήσει την αποτελεσματικότητα άλλων αντιμικροβιακών ουσιών, πέραν της CHX, στον μετεγχειρητικό έλεγχο της ΟΜΠ και την επούλωση των μαλακών ιστών μετά από χειρουργική του περιοδοντίου. Μια από αυτές τις ουσίες που δεν έχουν μελετηθεί είναι ο παράγοντας C31G (αλκυλο-διμεθυλο-γλυκίνη και αλκυλο-διμεθυλο-αμινοξειδίο).

ΜΕΛΕΤΗ

“Σύγκριση της αποτελεσματικότητας τριών διαφορετικών στοματικών διαλυμάτων (χλωρεξιδίνη με και χωρίς αιθανόλη και C31G) στον μετεγχειρητικό έλεγχο της οδοντικής μικροβιακής πλάκας και την πρώιμη επούλωση των ούλων μετά από χειρουργική του περιοδοντίου”

Γκατζώνης ΑM και συν. 2018

https://www.ncbi.nlm.nih.gov/p...

Πρόκειται για μια ελεγχόμενη, τυχαιοποιημένη, διπλά τυφλή κλινική μελέτη, η οποία συνέκρινε την αποτελεσματικότητα τριών διαφορετικών στοματικών διαλυμάτων (Plak Out 0,12%, Chlorhexil 0,12% και Therasol), στον μετεγχειρητικό έλεγχο της οδοντικής πλάκας και την επούλωση των περιοδοντικών ιστών, σε ασθενείς που υποβλήθηκαν σε χειρουργική του περιοδοντίου. H μελέτη πραγματοποιήθηκε στο τμήμα Περιοδοντολογίας της Οδοντιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Η αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των στοματικών διαλυμάτων πραγματοποιήθηκε τόσο με κλινικά όσο και με μικροβιολογικά κριτήρια. Το μικροβιολογικό μέρος της μελέτης πραγματοποιήθηκε στο Eργαστήριο Παθοβιολογίας Κυττάρου και Εξωκυττάριας Ουσίας του Εθνικού Κέντρου Έρευνας Φυσικών Επιστημών (Ε.Κ.Ε.Φ.Ε.) "ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΣ". Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι σε επίπεδο ελέγχου του μικροβιακού φορτίου το πιο αποτελεσματικό διάλυμα ήταν αυτό που περιείχε χλωρεξιδίνη με αιθανόλη (Plak out 0,12%), ενώ σε επίπεδο επούλωσης των ούλων το διάλυμα με τον παράγοντα C31G (αλκυλο-διμεθυλο-γλυκίνη και αλκυλο-διμεθυλο-αμινοξειδίο, Therasol) ήταν εφάμιλο της χλωρεξιδίνης με αιθανόλη (Plak out 0,12%) και ανώτερο του διαλύματος χλωρεξιδίνης χωρίς αιθανόλη (Chlorhexil 0,12%). Τα στοιχεία αυτά υποδηλώνουν ότι πιθανώς η παρουσία αιθανόλης ενισχύει την αντιμικροβιακή δράση του στοματικού διαλύματος, καθώς και ότι ο παράγοντας C31G θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί εναλλακτικά της χλωρεξιδίνης μετά από χειρουργική του περιοδοντίου.